- διάργυρος
- ος , ον уст. посеребрённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάργυρος — η, ο (Μ διάργυρος, ον) επαργυρωμένος, σκεπασμένος ή διακοσμημένος με ασήμι νεοελλ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο υδράργυρος … Dictionary of Greek
αναθιβάλλω — και βάνω 1. έχω ενδοιασμούς, διστάζω, αμφιβάλλω 2. έχω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ 3. απρόσ. (μου) αναθιβάλλει έρχεται στον νου μου 4. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω, αφηγούμαι 5. φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ, θυμάμαι 6. συλλογίζομαι,… … Dictionary of Greek
διάσωνας — και διάθονας, ο ο δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. που δίνει εσφαλμένα την εντύπωση ότι είναι σύνθετη με α συνθετικό το διά (πρβλ. υδράργυρος διάργυρος, διαφεντεύω δηφεντεύω)] … Dictionary of Greek
υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… … Dictionary of Greek